γιαταγάνι

γιαταγάνι
Μεγάλο μαχαίρι ή σπάθα με καμπύλη λάμα και μόνο μία κόψη. Η λαβή του δεν έχει προφυλακτήρα. Σε πολλούς τύπους η λάμα του πλαταίνει στην άκρη. Το όπλο αυτό, που έχει μήκος από 80 εκ. έως 1,10 μ., το χρησιμοποιούσαν πολλοί ασιατικοί λαοί, κυρίως οι Τούρκοι, οι Πέρσες και οι Κινέζοι.
* * *
το
σπαθί ή μαχαίρι τών Αράβων και τών Τούρκων, μακρύ, πλατύ, καμπύλο προς το μέρος τής αιχμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yatağan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γιαταγάνι — το (λ. τουρκ.), σπαθί Τούρκων και Αράβων, μεγάλο και κυρτό στην άκρη: Τον αποκεφάλισε με το γιαταγάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • κόκκινος — η, ο (AM κόκκινος, ίνη, ον) 1. αυτός που έχει το χρώμα τής παπαρούνας, ερυθρός, πορφυρός, κοκκινοβαμμένος (α. «σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης», Βαλαωρ. β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην», ΚΔ) 2. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • πάλα — (I) η μεγάλο δρεπανοειδές μαχαίρι ανατολικής προέλευσης, γιαταγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pala]. (II) η το πλατύ τμήμα τού κουπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pala «φτυάρι»]. (III) πάλα, ἡ (Α) βώλος χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. palaga]. (IV) πάλα, ἡ (Α)… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • iatagan — IATAGÁN, iatagane, s.n. Sabie turcească, de lungime mijlocie, cu lama curbă şi lată, cu două tăişuri. [var.: iartagán, e s.n.] – Din tc. yatağan. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  iatagán s. n., pl. iatagáne Trimis de siveco, 10.08.2004 …   Dicționar Român

  • χαντζάρι — το (λ. τουρκ.), ξίφος, σπαθί, γιαταγάνι: Τούρκοι και Έλληνες ήρθαν στα χέρια και τράβηξαν τα χαντζάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”